Σαρμάτης

Σαρμάτης
Σαρμάτης, ου, ,= Σαυρομάτης (q.v.); poet. [full] Σᾰμάτης, D.P.304.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Σαρμάτης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαρμάτης — και ποιητ. τ. Σαμάτης και Σαυρομάτης, ο, ΝΑ συν. στον πληθ. οι Σαρμάτες και οἱ Σαρμάται οι κάτοικοι τής Σαρματίας, νομαδικός λαός ιρανικής καταγωγής, ο οποίος κατά τον 6ο ώς τον 4ο π.Χ. αιώνα μετανάστευσε από την κεντρική Ασία στα Ουράλια και στη …   Dictionary of Greek

  • Σαρμάται — Σαρμάτης masc nom/voc pl Σαρμάτᾱͅ , Σαρμάτης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαρματᾶν — Σαρμάτης masc gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαρματῶν — Σαρμάτης masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαρμάταις — Σαρμάτης masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαρμάτας — Σαρμάτᾱς , Σαρμάτης masc acc pl Σαρμάτᾱς , Σαρμάτης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαμάτης — ὁ, Α (ποιητ. τ.) βλ. Σαρμάτης …   Dictionary of Greek

  • Σαρματία — η, ΝΑ [Σαρμάτης] γεωγραφική περιοχή εκτεινόμενη από τον Εύξεινο Πόντο ώς τη Βαλτική Θάλασσα και από τα Ουράλια ώς τη βόρεια Βαλκανική Χερσόνησο και κατοικούμενη από τους Σαρμάτες …   Dictionary of Greek

  • Σαυρομάτης — ου, ὁ, Α βλ. Σαρμάτης …   Dictionary of Greek

  • σαρματικός — ή, ό / σαρματικός, ή, όν, ΝΑ και σαυροματικός Α [Σαρμάτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Σαρμάτες ή στη Σαρματία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”